Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λέπτυνσις
λεπτυντικός
λεπτύνω
λεπτυσμός
λεπυρίζομαι
λεπυριόω
λεπυριώδης
λέπυρον
λεπυρός
λεπύχανον
λέπω
λεπώδης
Λέριος
Λέρνα
Λερναῖος
Λέρος
Λεσβάρχης
Λεσβιάζω
Λέσβιος
Λεσβίς
Λεσβόθεν
View word page
λέπω
to strip off the rind

ShortDef

to strip off the rind

Debugging

Headword:
λέπω
Headword (normalized):
λέπω
Headword (normalized/stripped):
λεπω
IDX:
52658
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52659
Key:

Data

{'content': 'to strip off the rind'}