Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λεπτόχυλος
λεπτοψάμαθος
λεπτόψηφος
λέπτυνσις
λεπτυντικός
λεπτύνω
λεπτυσμός
λεπυρίζομαι
λεπυριόω
λεπυριώδης
λέπυρον
λεπυρός
λεπύχανον
λέπω
λεπώδης
Λέριος
Λέρνα
Λερναῖος
Λέρος
Λεσβάρχης
Λεσβιάζω
View word page
λέπυρον
a shell, husk, rind

ShortDef

a shell, husk, rind

Debugging

Headword:
λέπυρον
Headword (normalized):
λέπυρον
Headword (normalized/stripped):
λεπυρον
IDX:
52655
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52656
Key:

Data

{'content': 'a shell, husk, rind'}