Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λεπτόφωνος
λεπτοχειλής
λεπτόχρως
λεπτόχυλος
λεπτοψάμαθος
λεπτόψηφος
λέπτυνσις
λεπτυντικός
λεπτύνω
λεπτυσμός
λεπυρίζομαι
λεπυριόω
λεπυριώδης
λέπυρον
λεπυρός
λεπύχανον
λέπω
λεπώδης
Λέριος
Λέρνα
Λερναῖος
View word page
λεπυρίζομαι
to be contained in a husk
ShortDef
to be contained in a husk
Debugging
Headword:
λεπυρίζομαι
Headword (normalized):
λεπυρίζομαι
Headword (normalized/stripped):
λεπυριζομαι
IDX:
52652
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52653
Key:
Data
{'content': 'to be contained in a husk'}