Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λεπτόφυλλος
λεπτόφωνος
λεπτοχειλής
λεπτόχρως
λεπτόχυλος
λεπτοψάμαθος
λεπτόψηφος
λέπτυνσις
λεπτυντικός
λεπτύνω
λεπτυσμός
λεπυρίζομαι
λεπυριόω
λεπυριώδης
λέπυρον
λεπυρός
λεπύχανον
λέπω
λεπώδης
Λέριος
Λέρνα
View word page
λεπτυσμός
thinning
ShortDef
thinning
Debugging
Headword:
λεπτυσμός
Headword (normalized):
λεπτυσμός
Headword (normalized/stripped):
λεπτυσμος
IDX:
52651
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52652
Key:
Data
{'content': 'thinning'}