Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λεπτοφαής
λεπτόφλοιος
λεπτόφυλλος
λεπτόφωνος
λεπτοχειλής
λεπτόχρως
λεπτόχυλος
λεπτοψάμαθος
λεπτόψηφος
λέπτυνσις
λεπτυντικός
λεπτύνω
λεπτυσμός
λεπυρίζομαι
λεπυριόω
λεπυριώδης
λέπυρον
λεπυρός
λεπύχανον
λέπω
λεπώδης
View word page
λεπτυντικός
of or for making thin, attenuating

ShortDef

of or for making thin, attenuating

Debugging

Headword:
λεπτυντικός
Headword (normalized):
λεπτυντικός
Headword (normalized/stripped):
λεπτυντικος
IDX:
52649
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52650
Key:

Data

{'content': 'of or for making thin, attenuating'}