Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λεπτουργός
λεπτοϋφής
λεπτοφαής
λεπτόφλοιος
λεπτόφυλλος
λεπτόφωνος
λεπτοχειλής
λεπτόχρως
λεπτόχυλος
λεπτοψάμαθος
λεπτόψηφος
λέπτυνσις
λεπτυντικός
λεπτύνω
λεπτυσμός
λεπυρίζομαι
λεπυριόω
λεπυριώδης
λέπυρον
λεπυρός
λεπύχανον
View word page
λεπτόψηφος
with small spots

ShortDef

with small spots

Debugging

Headword:
λεπτόψηφος
Headword (normalized):
λεπτόψηφος
Headword (normalized/stripped):
λεπτοψηφος
IDX:
52647
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52648
Key:

Data

{'content': 'with small spots'}