Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λεπτουργικά
λεπτουργός
λεπτοϋφής
λεπτοφαής
λεπτόφλοιος
λεπτόφυλλος
λεπτόφωνος
λεπτοχειλής
λεπτόχρως
λεπτόχυλος
λεπτοψάμαθος
λεπτόψηφος
λέπτυνσις
λεπτυντικός
λεπτύνω
λεπτυσμός
λεπυρίζομαι
λεπυριόω
λεπυριώδης
λέπυρον
λεπυρός
View word page
λεπτοψάμαθος
with fine sand

ShortDef

with fine sand

Debugging

Headword:
λεπτοψάμαθος
Headword (normalized):
λεπτοψάμαθος
Headword (normalized/stripped):
λεπτοψαμαθος
IDX:
52646
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52647
Key:

Data

{'content': 'with fine sand'}