Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λεπτουργία
λεπτουργικά
λεπτουργός
λεπτοϋφής
λεπτοφαής
λεπτόφλοιος
λεπτόφυλλος
λεπτόφωνος
λεπτοχειλής
λεπτόχρως
λεπτόχυλος
λεπτοψάμαθος
λεπτόψηφος
λέπτυνσις
λεπτυντικός
λεπτύνω
λεπτυσμός
λεπυρίζομαι
λεπυριόω
λεπυριώδης
λέπυρον
View word page
λεπτόχυλος
with thin
ShortDef
with thin
Debugging
Headword:
λεπτόχυλος
Headword (normalized):
λεπτόχυλος
Headword (normalized/stripped):
λεπτοχυλος
IDX:
52645
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52646
Key:
Data
{'content': 'with thin'}