Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λεπτουργής
λεπτουργία
λεπτουργικά
λεπτουργός
λεπτοϋφής
λεπτοφαής
λεπτόφλοιος
λεπτόφυλλος
λεπτόφωνος
λεπτοχειλής
λεπτόχρως
λεπτόχυλος
λεπτοψάμαθος
λεπτόψηφος
λέπτυνσις
λεπτυντικός
λεπτύνω
λεπτυσμός
λεπυρίζομαι
λεπυριόω
λεπυριώδης
View word page
λεπτόχρως
with delicate skin

ShortDef

with delicate skin

Debugging

Headword:
λεπτόχρως
Headword (normalized):
λεπτόχρως
Headword (normalized/stripped):
λεπτοχρως
IDX:
52644
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52645
Key:

Data

{'content': 'with delicate skin'}