Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λεπτουργέω
λεπτουργής
λεπτουργία
λεπτουργικά
λεπτουργός
λεπτοϋφής
λεπτοφαής
λεπτόφλοιος
λεπτόφυλλος
λεπτόφωνος
λεπτοχειλής
λεπτόχρως
λεπτόχυλος
λεπτοψάμαθος
λεπτόψηφος
λέπτυνσις
λεπτυντικός
λεπτύνω
λεπτυσμός
λεπυρίζομαι
λεπυριόω
View word page
λεπτοχειλής
thin-lipped

ShortDef

thin-lipped

Debugging

Headword:
λεπτοχειλής
Headword (normalized):
λεπτοχειλής
Headword (normalized/stripped):
λεπτοχειλης
IDX:
52643
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52644
Key:

Data

{'content': 'thin-lipped'}