Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λεπτότρητος
λεπτουργέω
λεπτουργής
λεπτουργία
λεπτουργικά
λεπτουργός
λεπτοϋφής
λεπτοφαής
λεπτόφλοιος
λεπτόφυλλος
λεπτόφωνος
λεπτοχειλής
λεπτόχρως
λεπτόχυλος
λεπτοψάμαθος
λεπτόψηφος
λέπτυνσις
λεπτυντικός
λεπτύνω
λεπτυσμός
λεπυρίζομαι
View word page
λεπτόφωνος
with small, weak voice

ShortDef

with small, weak voice

Debugging

Headword:
λεπτόφωνος
Headword (normalized):
λεπτόφωνος
Headword (normalized/stripped):
λεπτοφωνος
IDX:
52642
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52643
Key:

Data

{'content': 'with small, weak voice'}