Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λεπτοτράχηλος
λεπτότρητος
λεπτουργέω
λεπτουργής
λεπτουργία
λεπτουργικά
λεπτουργός
λεπτοϋφής
λεπτοφαής
λεπτόφλοιος
λεπτόφυλλος
λεπτόφωνος
λεπτοχειλής
λεπτόχρως
λεπτόχυλος
λεπτοψάμαθος
λεπτόψηφος
λέπτυνσις
λεπτυντικός
λεπτύνω
λεπτυσμός
View word page
λεπτόφυλλος
with thin leaves

ShortDef

with thin leaves

Debugging

Headword:
λεπτόφυλλος
Headword (normalized):
λεπτόφυλλος
Headword (normalized/stripped):
λεπτοφυλλος
IDX:
52641
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52642
Key:

Data

{'content': 'with thin leaves'}