Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λεπτοτομέω
λεπτοτράχηλος
λεπτότρητος
λεπτουργέω
λεπτουργής
λεπτουργία
λεπτουργικά
λεπτουργός
λεπτοϋφής
λεπτοφαής
λεπτόφλοιος
λεπτόφυλλος
λεπτόφωνος
λεπτοχειλής
λεπτόχρως
λεπτόχυλος
λεπτοψάμαθος
λεπτόψηφος
λέπτυνσις
λεπτυντικός
λεπτύνω
View word page
λεπτόφλοιος
with thin bark

ShortDef

with thin bark

Debugging

Headword:
λεπτόφλοιος
Headword (normalized):
λεπτόφλοιος
Headword (normalized/stripped):
λεπτοφλοιος
IDX:
52640
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52641
Key:

Data

{'content': 'with thin bark'}