Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λεπτοταρίχιον
λεπτότης
λεπτοτομέω
λεπτοτράχηλος
λεπτότρητος
λεπτουργέω
λεπτουργής
λεπτουργία
λεπτουργικά
λεπτουργός
λεπτοϋφής
λεπτοφαής
λεπτόφλοιος
λεπτόφυλλος
λεπτόφωνος
λεπτοχειλής
λεπτόχρως
λεπτόχυλος
λεπτοψάμαθος
λεπτόψηφος
λέπτυνσις
View word page
λεπτοϋφής
finely woven

ShortDef

finely woven

Debugging

Headword:
λεπτοϋφής
Headword (normalized):
λεπτοϋφής
Headword (normalized/stripped):
λεπτουφης
IDX:
52638
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52639
Key:

Data

{'content': 'finely woven'}