Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λεπτόσπερμος
λεπτόστομος
λεπτοσύνθετος
λεπτοσχιδής
λεπτόσωμος
λεπτοταρίχιον
λεπτότης
λεπτοτομέω
λεπτοτράχηλος
λεπτότρητος
λεπτουργέω
λεπτουργής
λεπτουργία
λεπτουργικά
λεπτουργός
λεπτοϋφής
λεπτοφαής
λεπτόφλοιος
λεπτόφυλλος
λεπτόφωνος
λεπτοχειλής
View word page
λεπτουργέω
to do fine work

ShortDef

to do fine work

Debugging

Headword:
λεπτουργέω
Headword (normalized):
λεπτουργέω
Headword (normalized/stripped):
λεπτουργεω
IDX:
52633
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52634
Key:

Data

{'content': 'to do fine work'}