Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λεπτοσπάθιον
λεπτόσπερμος
λεπτόστομος
λεπτοσύνθετος
λεπτοσχιδής
λεπτόσωμος
λεπτοταρίχιον
λεπτότης
λεπτοτομέω
λεπτοτράχηλος
λεπτότρητος
λεπτουργέω
λεπτουργής
λεπτουργία
λεπτουργικά
λεπτουργός
λεπτοϋφής
λεπτοφαής
λεπτόφλοιος
λεπτόφυλλος
λεπτόφωνος
View word page
λεπτότρητος
with small holes

ShortDef

with small holes

Debugging

Headword:
λεπτότρητος
Headword (normalized):
λεπτότρητος
Headword (normalized/stripped):
λεπτοτρητος
IDX:
52632
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52633
Key:

Data

{'content': 'with small holes'}