Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λεπτοσπάθητος
λεπτοσπάθιον
λεπτόσπερμος
λεπτόστομος
λεπτοσύνθετος
λεπτοσχιδής
λεπτόσωμος
λεπτοταρίχιον
λεπτότης
λεπτοτομέω
λεπτοτράχηλος
λεπτότρητος
λεπτουργέω
λεπτουργής
λεπτουργία
λεπτουργικά
λεπτουργός
λεπτοϋφής
λεπτοφαής
λεπτόφλοιος
λεπτόφυλλος
View word page
λεπτοτράχηλος
thin

ShortDef

thin

Debugging

Headword:
λεπτοτράχηλος
Headword (normalized):
λεπτοτράχηλος
Headword (normalized/stripped):
λεπτοτραχηλος
IDX:
52631
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52632
Key:

Data

{'content': 'thin'}