Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λεπτοσκελής
λεπτοσπάθητος
λεπτοσπάθιον
λεπτόσπερμος
λεπτόστομος
λεπτοσύνθετος
λεπτοσχιδής
λεπτόσωμος
λεπτοταρίχιον
λεπτότης
λεπτοτομέω
λεπτοτράχηλος
λεπτότρητος
λεπτουργέω
λεπτουργής
λεπτουργία
λεπτουργικά
λεπτουργός
λεπτοϋφής
λεπτοφαής
λεπτόφλοιος
View word page
λεπτοτομέω
to cut small, mince

ShortDef

to cut small, mince

Debugging

Headword:
λεπτοτομέω
Headword (normalized):
λεπτοτομέω
Headword (normalized/stripped):
λεπτοτομεω
IDX:
52630
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52631
Key:

Data

{'content': 'to cut small, mince'}