Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λεπτόσαρκος
λεπτοσκελής
λεπτοσπάθητος
λεπτοσπάθιον
λεπτόσπερμος
λεπτόστομος
λεπτοσύνθετος
λεπτοσχιδής
λεπτόσωμος
λεπτοταρίχιον
λεπτότης
λεπτοτομέω
λεπτοτράχηλος
λεπτότρητος
λεπτουργέω
λεπτουργής
λεπτουργία
λεπτουργικά
λεπτουργός
λεπτοϋφής
λεπτοφαής
View word page
λεπτότης
thinness: fineness, delicacy, leanness

ShortDef

thinness: fineness, delicacy, leanness

Debugging

Headword:
λεπτότης
Headword (normalized):
λεπτότης
Headword (normalized/stripped):
λεπτοτης
IDX:
52629
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52630
Key:

Data

{'content': 'thinness: fineness, delicacy, leanness'}