Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λεπτόρρυτος
λεπτός
λεπτόσαρκος
λεπτοσκελής
λεπτοσπάθητος
λεπτοσπάθιον
λεπτόσπερμος
λεπτόστομος
λεπτοσύνθετος
λεπτοσχιδής
λεπτόσωμος
λεπτοταρίχιον
λεπτότης
λεπτοτομέω
λεπτοτράχηλος
λεπτότρητος
λεπτουργέω
λεπτουργής
λεπτουργία
λεπτουργικά
λεπτουργός
View word page
λεπτόσωμος
with thin

ShortDef

with thin

Debugging

Headword:
λεπτόσωμος
Headword (normalized):
λεπτόσωμος
Headword (normalized/stripped):
λεπτοσωμος
IDX:
52627
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52628
Key:

Data

{'content': 'with thin'}