Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λεπτόπυγος
λεπτόραμφος
λεπτόρριζος
λεπτόρρυτος
λεπτός
λεπτόσαρκος
λεπτοσκελής
λεπτοσπάθητος
λεπτοσπάθιον
λεπτόσπερμος
λεπτόστομος
λεπτοσύνθετος
λεπτοσχιδής
λεπτόσωμος
λεπτοταρίχιον
λεπτότης
λεπτοτομέω
λεπτοτράχηλος
λεπτότρητος
λεπτουργέω
λεπτουργής
View word page
λεπτόστομος
with small mouth

ShortDef

with small mouth

Debugging

Headword:
λεπτόστομος
Headword (normalized):
λεπτόστομος
Headword (normalized/stripped):
λεπτοστομος
IDX:
52624
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52625
Key:

Data

{'content': 'with small mouth'}