Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λεπτοποίησις
λεπτοποιητέον
λεπτόπους
λεπτόπρυμνος
λεπτόπυγος
λεπτόραμφος
λεπτόρριζος
λεπτόρρυτος
λεπτός
λεπτόσαρκος
λεπτοσκελής
λεπτοσπάθητος
λεπτοσπάθιον
λεπτόσπερμος
λεπτόστομος
λεπτοσύνθετος
λεπτοσχιδής
λεπτόσωμος
λεπτοταρίχιον
λεπτότης
λεπτοτομέω
View word page
λεπτοσκελής
thin-shanked

ShortDef

thin-shanked

Debugging

Headword:
λεπτοσκελής
Headword (normalized):
λεπτοσκελής
Headword (normalized/stripped):
λεπτοσκελης
IDX:
52620
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52621
Key:

Data

{'content': 'thin-shanked'}