Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λεπτοποιέω
λεπτοποίησις
λεπτοποιητέον
λεπτόπους
λεπτόπρυμνος
λεπτόπυγος
λεπτόραμφος
λεπτόρριζος
λεπτόρρυτος
λεπτός
λεπτόσαρκος
λεπτοσκελής
λεπτοσπάθητος
λεπτοσπάθιον
λεπτόσπερμος
λεπτόστομος
λεπτοσύνθετος
λεπτοσχιδής
λεπτόσωμος
λεπτοταρίχιον
λεπτότης
View word page
λεπτόσαρκος
with fine pulp

ShortDef

with fine pulp

Debugging

Headword:
λεπτόσαρκος
Headword (normalized):
λεπτόσαρκος
Headword (normalized/stripped):
λεπτοσαρκος
IDX:
52619
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52620
Key:

Data

{'content': 'with fine pulp'}