Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λεπτόπηνος
λεπτοποιέω
λεπτοποίησις
λεπτοποιητέον
λεπτόπους
λεπτόπρυμνος
λεπτόπυγος
λεπτόραμφος
λεπτόρριζος
λεπτόρρυτος
λεπτός
λεπτόσαρκος
λεπτοσκελής
λεπτοσπάθητος
λεπτοσπάθιον
λεπτόσπερμος
λεπτόστομος
λεπτοσύνθετος
λεπτοσχιδής
λεπτόσωμος
λεπτοταρίχιον
View word page
λεπτός
(husked, threshed) fine, thin, delicate, subtle

ShortDef

(husked, threshed) fine, thin, delicate, subtle

Debugging

Headword:
λεπτός
Headword (normalized):
λεπτός
Headword (normalized/stripped):
λεπτος
IDX:
52618
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52619
Key:

Data

{'content': '(husked, threshed) fine, thin, delicate, subtle'}