Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λεπτόνευρος
λεπτόπηνος
λεπτοποιέω
λεπτοποίησις
λεπτοποιητέον
λεπτόπους
λεπτόπρυμνος
λεπτόπυγος
λεπτόραμφος
λεπτόρριζος
λεπτόρρυτος
λεπτός
λεπτόσαρκος
λεπτοσκελής
λεπτοσπάθητος
λεπτοσπάθιον
λεπτόσπερμος
λεπτόστομος
λεπτοσύνθετος
λεπτοσχιδής
λεπτόσωμος
View word page
λεπτόρρυτος
thinly- flowing

ShortDef

thinly- flowing

Debugging

Headword:
λεπτόρρυτος
Headword (normalized):
λεπτόρρυτος
Headword (normalized/stripped):
λεπτορρυτος
IDX:
52617
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52618
Key:

Data

{'content': 'thinly- flowing'}