Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λεπτόν
λεπτόνευρος
λεπτόπηνος
λεπτοποιέω
λεπτοποίησις
λεπτοποιητέον
λεπτόπους
λεπτόπρυμνος
λεπτόπυγος
λεπτόραμφος
λεπτόρριζος
λεπτόρρυτος
λεπτός
λεπτόσαρκος
λεπτοσκελής
λεπτοσπάθητος
λεπτοσπάθιον
λεπτόσπερμος
λεπτόστομος
λεπτοσύνθετος
λεπτοσχιδής
View word page
λεπτόρριζος
with thin, delicate root

ShortDef

with thin, delicate root

Debugging

Headword:
λεπτόρριζος
Headword (normalized):
λεπτόρριζος
Headword (normalized/stripped):
λεπτορριζος
IDX:
52616
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52617
Key:

Data

{'content': 'with thin, delicate root'}