Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λεπτομέριμνος
λεπτομήλη
λεπτόμιτος
λεπτόν
λεπτόνευρος
λεπτόπηνος
λεπτοποιέω
λεπτοποίησις
λεπτοποιητέον
λεπτόπους
λεπτόπρυμνος
λεπτόπυγος
λεπτόραμφος
λεπτόρριζος
λεπτόρρυτος
λεπτός
λεπτόσαρκος
λεπτοσκελής
λεπτοσπάθητος
λεπτοσπάθιον
λεπτόσπερμος
View word page
λεπτόπρυμνος
with slender stern

ShortDef

with slender stern

Debugging

Headword:
λεπτόπρυμνος
Headword (normalized):
λεπτόπρυμνος
Headword (normalized/stripped):
λεπτοπρυμνος
IDX:
52613
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52614
Key:

Data

{'content': 'with slender stern'}