Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λεπτομερής
λεπτομεριμνία
λεπτομέριμνος
λεπτομήλη
λεπτόμιτος
λεπτόν
λεπτόνευρος
λεπτόπηνος
λεπτοποιέω
λεπτοποίησις
λεπτοποιητέον
λεπτόπους
λεπτόπρυμνος
λεπτόπυγος
λεπτόραμφος
λεπτόρριζος
λεπτόρρυτος
λεπτός
λεπτόσαρκος
λεπτοσκελής
λεπτοσπάθητος
View word page
λεπτοποιητέον
one must make fine

ShortDef

one must make fine

Debugging

Headword:
λεπτοποιητέον
Headword (normalized):
λεπτοποιητέον
Headword (normalized/stripped):
λεπτοποιητεον
IDX:
52611
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52612
Key:

Data

{'content': 'one must make fine'}