Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λεπτολόγος
λεπτομέρεια
λεπτομερής
λεπτομεριμνία
λεπτομέριμνος
λεπτομήλη
λεπτόμιτος
λεπτόν
λεπτόνευρος
λεπτόπηνος
λεπτοποιέω
λεπτοποίησις
λεπτοποιητέον
λεπτόπους
λεπτόπρυμνος
λεπτόπυγος
λεπτόραμφος
λεπτόρριζος
λεπτόρρυτος
λεπτός
λεπτόσαρκος
View word page
λεπτοποιέω
make fine
ShortDef
make fine
Debugging
Headword:
λεπτοποιέω
Headword (normalized):
λεπτοποιέω
Headword (normalized/stripped):
λεπτοποιεω
IDX:
52609
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52610
Key:
Data
{'content': 'make fine'}