Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λεπτόλιθος
λεπτολογέω
λεπτολογία
λεπτολόγος
λεπτομέρεια
λεπτομερής
λεπτομεριμνία
λεπτομέριμνος
λεπτομήλη
λεπτόμιτος
λεπτόν
λεπτόνευρος
λεπτόπηνος
λεπτοποιέω
λεπτοποίησις
λεπτοποιητέον
λεπτόπους
λεπτόπρυμνος
λεπτόπυγος
λεπτόραμφος
λεπτόρριζος
View word page
λεπτόν
a very small coin, a mite; small intestine; a jar (LSJ λεπτός)

ShortDef

a very small coin, a mite; small intestine; a jar (LSJ λεπτός)

Debugging

Headword:
λεπτόν
Headword (normalized):
λεπτόν
Headword (normalized/stripped):
λεπτον
IDX:
52606
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52607
Key:

Data

{'content': 'a very small coin, a mite; small intestine; a jar (LSJ λεπτός)'}