Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λεπτολάχανον
λεπτόλιθος
λεπτολογέω
λεπτολογία
λεπτολόγος
λεπτομέρεια
λεπτομερής
λεπτομεριμνία
λεπτομέριμνος
λεπτομήλη
λεπτόμιτος
λεπτόν
λεπτόνευρος
λεπτόπηνος
λεπτοποιέω
λεπτοποίησις
λεπτοποιητέον
λεπτόπους
λεπτόπρυμνος
λεπτόπυγος
λεπτόραμφος
View word page
λεπτόμιτος
of fine threads
ShortDef
of fine threads
Debugging
Headword:
λεπτόμιτος
Headword (normalized):
λεπτόμιτος
Headword (normalized/stripped):
λεπτομιτος
IDX:
52605
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52606
Key:
Data
{'content': 'of fine threads'}