Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λεπτοκτήτωρ
λεπτολάχανον
λεπτόλιθος
λεπτολογέω
λεπτολογία
λεπτολόγος
λεπτομέρεια
λεπτομερής
λεπτομεριμνία
λεπτομέριμνος
λεπτομήλη
λεπτόμιτος
λεπτόν
λεπτόνευρος
λεπτόπηνος
λεπτοποιέω
λεπτοποίησις
λεπτοποιητέον
λεπτόπους
λεπτόπρυμνος
λεπτόπυγος
View word page
λεπτομήλη
slender probe
ShortDef
slender probe
Debugging
Headword:
λεπτομήλη
Headword (normalized):
λεπτομήλη
Headword (normalized/stripped):
λεπτομηλη
IDX:
52604
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52605
Key:
Data
{'content': 'slender probe'}