Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λεπτόκαρφος
λεπτοκεραμεῖον
λεπτοκεραμεύς
λεπτόκνημος
λεπτοκοπέω
λεπτοκτήτωρ
λεπτολάχανον
λεπτόλιθος
λεπτολογέω
λεπτολογία
λεπτολόγος
λεπτομέρεια
λεπτομερής
λεπτομεριμνία
λεπτομέριμνος
λεπτομήλη
λεπτόμιτος
λεπτόν
λεπτόνευρος
λεπτόπηνος
λεπτοποιέω
View word page
λεπτολόγος
speaking subtly, subtle, quibbling
ShortDef
speaking subtly, subtle, quibbling
Debugging
Headword:
λεπτολόγος
Headword (normalized):
λεπτολόγος
Headword (normalized/stripped):
λεπτολογος
IDX:
52599
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52600
Key:
Data
{'content': 'speaking subtly, subtle, quibbling'}