Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λεπτόκαρπος
λεπτοκάρυον
λεπτόκαρφος
λεπτοκεραμεῖον
λεπτοκεραμεύς
λεπτόκνημος
λεπτοκοπέω
λεπτοκτήτωρ
λεπτολάχανον
λεπτόλιθος
λεπτολογέω
λεπτολογία
λεπτολόγος
λεπτομέρεια
λεπτομερής
λεπτομεριμνία
λεπτομέριμνος
λεπτομήλη
λεπτόμιτος
λεπτόν
λεπτόνευρος
View word page
λεπτολογέω
to talk subtly, to chop logic, quibble

ShortDef

to talk subtly, to chop logic, quibble

Debugging

Headword:
λεπτολογέω
Headword (normalized):
λεπτολογέω
Headword (normalized/stripped):
λεπτολογεω
IDX:
52597
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52598
Key:

Data

{'content': 'to talk subtly, to chop logic, quibble'}