Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λεπτόθριξ
λεπτόθριος
λεπτόϊνος
λεπτοκάλαμος
λεπτόκαρπος
λεπτοκάρυον
λεπτόκαρφος
λεπτοκεραμεῖον
λεπτοκεραμεύς
λεπτόκνημος
λεπτοκοπέω
λεπτοκτήτωρ
λεπτολάχανον
λεπτόλιθος
λεπτολογέω
λεπτολογία
λεπτολόγος
λεπτομέρεια
λεπτομερής
λεπτομεριμνία
λεπτομέριμνος
View word page
λεπτοκοπέω
chop fine

ShortDef

chop fine

Debugging

Headword:
λεπτοκοπέω
Headword (normalized):
λεπτοκοπέω
Headword (normalized/stripped):
λεπτοκοπεω
IDX:
52593
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52594
Key:

Data

{'content': 'chop fine'}