Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λεπτόδομος
λεπτόθριξ
λεπτόθριος
λεπτόϊνος
λεπτοκάλαμος
λεπτόκαρπος
λεπτοκάρυον
λεπτόκαρφος
λεπτοκεραμεῖον
λεπτοκεραμεύς
λεπτόκνημος
λεπτοκοπέω
λεπτοκτήτωρ
λεπτολάχανον
λεπτόλιθος
λεπτολογέω
λεπτολογία
λεπτολόγος
λεπτομέρεια
λεπτομερής
λεπτομεριμνία
View word page
λεπτόκνημος
spindle-shanked

ShortDef

spindle-shanked

Debugging

Headword:
λεπτόκνημος
Headword (normalized):
λεπτόκνημος
Headword (normalized/stripped):
λεπτοκνημος
IDX:
52592
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52593
Key:

Data

{'content': 'spindle-shanked'}