Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λεπτόδερμος
λεπτόδομος
λεπτόθριξ
λεπτόθριος
λεπτόϊνος
λεπτοκάλαμος
λεπτόκαρπος
λεπτοκάρυον
λεπτόκαρφος
λεπτοκεραμεῖον
λεπτοκεραμεύς
λεπτόκνημος
λεπτοκοπέω
λεπτοκτήτωρ
λεπτολάχανον
λεπτόλιθος
λεπτολογέω
λεπτολογία
λεπτολόγος
λεπτομέρεια
λεπτομερής
View word page
λεπτοκεραμεύς
potter, jar-maker

ShortDef

potter, jar-maker

Debugging

Headword:
λεπτοκεραμεύς
Headword (normalized):
λεπτοκεραμεύς
Headword (normalized/stripped):
λεπτοκεραμευς
IDX:
52591
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52592
Key:

Data

{'content': 'potter, jar-maker'}