Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λεπτόγραφος
λεπτοδερμία
λεπτόδερμος
λεπτόδομος
λεπτόθριξ
λεπτόθριος
λεπτόϊνος
λεπτοκάλαμος
λεπτόκαρπος
λεπτοκάρυον
λεπτόκαρφος
λεπτοκεραμεῖον
λεπτοκεραμεύς
λεπτόκνημος
λεπτοκοπέω
λεπτοκτήτωρ
λεπτολάχανον
λεπτόλιθος
λεπτολογέω
λεπτολογία
λεπτολόγος
View word page
λεπτόκαρφος
with thin, light stem

ShortDef

with thin, light stem

Debugging

Headword:
λεπτόκαρφος
Headword (normalized):
λεπτόκαρφος
Headword (normalized/stripped):
λεπτοκαρφος
IDX:
52589
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52590
Key:

Data

{'content': 'with thin, light stem'}