Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λεπτόγραμμος
λεπτόγραφος
λεπτοδερμία
λεπτόδερμος
λεπτόδομος
λεπτόθριξ
λεπτόθριος
λεπτόϊνος
λεπτοκάλαμος
λεπτόκαρπος
λεπτοκάρυον
λεπτόκαρφος
λεπτοκεραμεῖον
λεπτοκεραμεύς
λεπτόκνημος
λεπτοκοπέω
λεπτοκτήτωρ
λεπτολάχανον
λεπτόλιθος
λεπτολογέω
λεπτολογία
View word page
λεπτοκάρυον
nut with a thin shell

ShortDef

nut with a thin shell

Debugging

Headword:
λεπτοκάρυον
Headword (normalized):
λεπτοκάρυον
Headword (normalized/stripped):
λεπτοκαρυον
IDX:
52588
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52589
Key:

Data

{'content': 'nut with a thin shell'}