Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λεπτογνώμων
λεπτόγραμμος
λεπτόγραφος
λεπτοδερμία
λεπτόδερμος
λεπτόδομος
λεπτόθριξ
λεπτόθριος
λεπτόϊνος
λεπτοκάλαμος
λεπτόκαρπος
λεπτοκάρυον
λεπτόκαρφος
λεπτοκεραμεῖον
λεπτοκεραμεύς
λεπτόκνημος
λεπτοκοπέω
λεπτοκτήτωρ
λεπτολάχανον
λεπτόλιθος
λεπτολογέω
View word page
λεπτόκαρπος
with small, delicate fruit

ShortDef

with small, delicate fruit

Debugging

Headword:
λεπτόκαρπος
Headword (normalized):
λεπτόκαρπος
Headword (normalized/stripped):
λεπτοκαρπος
IDX:
52587
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52588
Key:

Data

{'content': 'with small, delicate fruit'}