Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λεπτίτιδες
λεπτόβλαστος
λεπτόβυρσος
λεπτόγαστρος
λεπτόγειος
λεπτογνώμων
λεπτόγραμμος
λεπτόγραφος
λεπτοδερμία
λεπτόδερμος
λεπτόδομος
λεπτόθριξ
λεπτόθριος
λεπτόϊνος
λεπτοκάλαμος
λεπτόκαρπος
λεπτοκάρυον
λεπτόκαρφος
λεπτοκεραμεῖον
λεπτοκεραμεύς
λεπτόκνημος
View word page
λεπτόδομος
slightly framed, slight

ShortDef

slightly framed, slight

Debugging

Headword:
λεπτόδομος
Headword (normalized):
λεπτόδομος
Headword (normalized/stripped):
λεπτοδομος
IDX:
52582
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52583
Key:

Data

{'content': 'slightly framed, slight'}