Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λεπταλέος
λεπτεπίλεπτος
λεπτερέβινθος
λεπτηκής
Λεπτίνης
λεπτίον
λεπτίτιδες
λεπτόβλαστος
λεπτόβυρσος
λεπτόγαστρος
λεπτόγειος
λεπτογνώμων
λεπτόγραμμος
λεπτόγραφος
λεπτοδερμία
λεπτόδερμος
λεπτόδομος
λεπτόθριξ
λεπτόθριος
λεπτόϊνος
λεπτοκάλαμος
View word page
λεπτόγειος
of thin, poor soil

ShortDef

of thin, poor soil

Debugging

Headword:
λεπτόγειος
Headword (normalized):
λεπτόγειος
Headword (normalized/stripped):
λεπτογειος
IDX:
52576
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52577
Key:

Data

{'content': 'of thin, poor soil'}