Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λεπρώδης
λέπρωσις
λεπταλέος
λεπτεπίλεπτος
λεπτερέβινθος
λεπτηκής
Λεπτίνης
λεπτίον
λεπτίτιδες
λεπτόβλαστος
λεπτόβυρσος
λεπτόγαστρος
λεπτόγειος
λεπτογνώμων
λεπτόγραμμος
λεπτόγραφος
λεπτοδερμία
λεπτόδερμος
λεπτόδομος
λεπτόθριξ
λεπτόθριος
View word page
λεπτόβυρσος
thin-skinned
ShortDef
thin-skinned
Debugging
Headword:
λεπτόβυρσος
Headword (normalized):
λεπτόβυρσος
Headword (normalized/stripped):
λεπτοβυρσος
IDX:
52574
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52575
Key:
Data
{'content': 'thin-skinned'}