Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λεπρός
λεπρύνομαι
λεπρώδης
λέπρωσις
λεπταλέος
λεπτεπίλεπτος
λεπτερέβινθος
λεπτηκής
Λεπτίνης
λεπτίον
λεπτίτιδες
λεπτόβλαστος
λεπτόβυρσος
λεπτόγαστρος
λεπτόγειος
λεπτογνώμων
λεπτόγραμμος
λεπτόγραφος
λεπτοδερμία
λεπτόδερμος
λεπτόδομος
View word page
λεπτίτιδες
fine barley
ShortDef
fine barley
Debugging
Headword:
λεπτίτιδες
Headword (normalized):
λεπτίτιδες
Headword (normalized/stripped):
λεπτιτιδες
IDX:
52572
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52573
Key:
Data
{'content': 'fine barley'}