Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λεπρόομαι
λεπρός
λεπρύνομαι
λεπρώδης
λέπρωσις
λεπταλέος
λεπτεπίλεπτος
λεπτερέβινθος
λεπτηκής
Λεπτίνης
λεπτίον
λεπτίτιδες
λεπτόβλαστος
λεπτόβυρσος
λεπτόγαστρος
λεπτόγειος
λεπτογνώμων
λεπτόγραμμος
λεπτόγραφος
λεπτοδερμία
λεπτόδερμος
View word page
λεπτίον
jar

ShortDef

jar

Debugging

Headword:
λεπτίον
Headword (normalized):
λεπτίον
Headword (normalized/stripped):
λεπτιον
IDX:
52571
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52572
Key:

Data

{'content': 'jar'}