Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Λέπρεον
λεπρικός
λεπρόομαι
λεπρός
λεπρύνομαι
λεπρώδης
λέπρωσις
λεπταλέος
λεπτεπίλεπτος
λεπτερέβινθος
λεπτηκής
Λεπτίνης
λεπτίον
λεπτίτιδες
λεπτόβλαστος
λεπτόβυρσος
λεπτόγαστρος
λεπτόγειος
λεπτογνώμων
λεπτόγραμμος
λεπτόγραφος
View word page
λεπτηκής
fine-pointed, delicate

ShortDef

fine-pointed, delicate

Debugging

Headword:
λεπτηκής
Headword (normalized):
λεπτηκής
Headword (normalized/stripped):
λεπτηκης
IDX:
52569
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52570
Key:

Data

{'content': 'fine-pointed, delicate'}