Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λέπρα
λεπράω
Λεπρεάτης
Λέπρεον
λεπρικός
λεπρόομαι
λεπρός
λεπρύνομαι
λεπρώδης
λέπρωσις
λεπταλέος
λεπτεπίλεπτος
λεπτερέβινθος
λεπτηκής
Λεπτίνης
λεπτίον
λεπτίτιδες
λεπτόβλαστος
λεπτόβυρσος
λεπτόγαστρος
λεπτόγειος
View word page
λεπταλέος
fine, delicate

ShortDef

fine, delicate

Debugging

Headword:
λεπταλέος
Headword (normalized):
λεπταλέος
Headword (normalized/stripped):
λεπταλεος
IDX:
52566
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52567
Key:

Data

{'content': 'fine, delicate'}