Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λέπορις
λέπος
λέπρα
λεπράω
Λεπρεάτης
Λέπρεον
λεπρικός
λεπρόομαι
λεπρός
λεπρύνομαι
λεπρώδης
λέπρωσις
λεπταλέος
λεπτεπίλεπτος
λεπτερέβινθος
λεπτηκής
Λεπτίνης
λεπτίον
λεπτίτιδες
λεπτόβλαστος
λεπτόβυρσος
View word page
λεπρώδης
rough

ShortDef

rough

Debugging

Headword:
λεπρώδης
Headword (normalized):
λεπρώδης
Headword (normalized/stripped):
λεπρωδης
IDX:
52564
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52565
Key:

Data

{'content': 'rough'}