Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λεπιστός
λέπορις
λέπος
λέπρα
λεπράω
Λεπρεάτης
Λέπρεον
λεπρικός
λεπρόομαι
λεπρός
λεπρύνομαι
λεπρώδης
λέπρωσις
λεπταλέος
λεπτεπίλεπτος
λεπτερέβινθος
λεπτηκής
Λεπτίνης
λεπτίον
λεπτίτιδες
λεπτόβλαστος
View word page
λεπρύνομαι
to be rough and scaly

ShortDef

to be rough and scaly

Debugging

Headword:
λεπρύνομαι
Headword (normalized):
λεπρύνομαι
Headword (normalized/stripped):
λεπρυνομαι
IDX:
52563
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52564
Key:

Data

{'content': 'to be rough and scaly'}