Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λέπισμα
λεπιστός
λέπορις
λέπος
λέπρα
λεπράω
Λεπρεάτης
Λέπρεον
λεπρικός
λεπρόομαι
λεπρός
λεπρύνομαι
λεπρώδης
λέπρωσις
λεπταλέος
λεπτεπίλεπτος
λεπτερέβινθος
λεπτηκής
Λεπτίνης
λεπτίον
λεπτίτιδες
View word page
λεπρός
scaly, scabby, rough, leprous

ShortDef

scaly, scabby, rough, leprous

Debugging

Headword:
λεπρός
Headword (normalized):
λεπρός
Headword (normalized/stripped):
λεπρος
IDX:
52562
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52563
Key:

Data

{'content': 'scaly, scabby, rough, leprous'}